Traducción y notas por Mario Domínguez Parra
Crédito de la foto el autor
Los restos humeantes.
5 poemas de Dimitris Juliarakis*
La caja negra
Quién hallará la caja negra de nuestra vida
entre tristes restos humeantes
quién los relatará con delicadeza y luego quién
sobre ella se agachará lóbrego
para analizar las causas de la tragedia.
Pero y si esto aún ocurre de qué sirve
ya que ocurrió todo lo que iba a ocurrir
ya que pálidos regresamos al devastado
pavimento de nuestra juventud
y ya a nadie conocemos
ni pedimos nada.
Mejor entonces que no se halle
la caja negra de nuestra vida
mejor que se pudra perdida por los campos
y que la hierba sobre ella se extienda muda
hasta cubrirla del todo
para que solo quede
un bulto en la tierra.
Fiumicino
Suelta tus perros salvajes Fiumicino
afila tus cuchillos enfoca
tus luces hacia mí
suavízalas luego para que me desmiembren
ahoga mis aullidos en tus sirenas
esparce mis escasas ropas en el vórtice de los vientos
excava mi tumba en tus infinitos campos
en mitad del inmenso pasillo
inhuma mi cuerpo y olvídame allí
sin cruz o señal alguna
con la grasa de las máquinas como único óleo
con el sudor frío de tus pilotos
y quizá quién sabe algún día
un candil funerario sobre mi tumba
con todo su queroseno y sus aceites
ponga en marcha un DC.
El cuchillo por la espalda
Cómo se enciende y enardece el sueño
junto con el cuchillo por la espalda
cómo caen al fuego sus sonidos desnudos
y la tierna esencia se lanza hacia arriba
cómo ondea cómo sostiene la corbata rayada
el muerto en cada exhumación.
La educación de la boca
Boca no veas el averno
que crujiendo se abre ante ti
boca no enloquezcas en las cimas
tu lengua con la navaja no pautes
boca no escupas tus dientecillos
no cierres no abras
boca mantén tu sangre
muerta en el paladar.
(de Superga espera)
A un fayum
Rostro amado me miras con mirada extinta
ya se decoloró en la arena tu negro
cabello tus labios se congelaron
tus mejillas rubicundas ahora blancas sepulcrales.
Agraciado rostro quién serías
cuál tu estirpe qué cuitas te hicieron añicos
qué cuerpos disfrutaron tu roce.
Rostro venerado no tengo para ti
sino tiernas palabras; tú en soledad[1]
te me pareces en el frío mausoleo del museo
en soledad yo asimismo en el erial del mundo.
(de El cadáver de los días)
————————————————————————————————————————
(poemas en su idioma original, griego)
5 poemas de Dimitris Juliarakis
ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΚΟΥΤΙ
Το μαύρο κουτί ποιος θα βρει της ζωής μας
μεσ’ από θλιβερά συντρίμμια καπνισμένα
ποιος απαλά θα τ’ αναφέρει κι ύστερα ποιος
απάνω του θα σκύψει ζοφερός
τα αίτια της τραγωδίας ν’ αναλύσει.
Αλλά κι αυτό ακόμη να συμβεί ποιο τ’ όφελος
αφού έγινε πια ό,τ’ ήτανε να γίνει
αφού χλωμοί στης νιότης μας
το ρημαγμένο το λιθόστρωτο γυρίζουμε
κι ούτε κανέναν πια γνωρίζουμε
ούτε πια τίποτα ζητούμε.
Καλύτερα λοιπόν να μη βρεθεί
το μαύρο της ζήσης μας κουτί
κάλλιο χαμένο κάπου στα χωράφια να σαπίζει
και το χορτάρι πάνω του ν’ απλώνεται βουβό
ώσπου να το σκεπάσει ολότελα
κι ένα εξόγκωμα στη γης
μονάχα ν’ απομείνει.
ΦΙΟΥΜΙΤΣΙΝΟ
Λύσε τα άγρια σκυλιά σου Φιουμιτσίνο
τρόχισε τα μαχαίρια σου ρίξε
τα φώτα σου σε μένα
αμόλησέ τα ύστερα να με διαμελίσουν
τα ουρλιαχτά μου πνίξε στις σειρήνες σου
τα λιγοστά μου ρούχα σκόρπισε στη δίνη των ανέμων
σκάψε το μνήμα μου στ’ απέραντα χωράφια σου
στη μέση του μεγάλου διαδρόμου
θάψε το σώμα μου και ξέχνα με εκεί
χωρίς σταυρό ή άλλο οποιοδήποτε σημάδι
με μόνο μύρο μου το γράσο από τις μηχανές
τον κρύο ιδρώτα των πιλότων σου
κι ίσως ποιος ξέρει κάποτε
μνημόσυνο στον τάφο μου καντήλι
μ’ όλη την κηροζίνη και τα λάδια του
ανάψει ένα DC.
ΤΟ ΠΙΣΩΠΛΑΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ
Πώς ανάβει και κορώνει ο ύπνος
με το πισώπλατο μαχαίρι του παρέα
πώς πέφτουν στη φωτιά οι ήχοι του γυμνοί
κι εκσφενδονίζεται ψηλά η τρυφερή ουσία
πώς ανεμίζει πώς κρατά τη ριγωτή γραβάτα
ο νεκρός στην κάθε εκταφή του.
Η ΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΣΤΟΜΑΤΟΣ
Στόμα μη δεις το έρεβος
που τρίζοντας ανοίγεται μπροστά σου
στόμα μην τρελαθείς στις κορυφές
τη γλώσσα σου με το ξυράφι μη χαράξεις
στόμα μη φτύσεις τα δοντάκια σου
μην κλείσεις μην ανοίξεις
στόμα το σκοτωμένο αίμα σου
κράτα στον ουρανίσκο.
Σ’ ΕΝΑ ΦΑΓΙΟΥΜ
Πρόσωπο αγαπημένο με βλέμμα σβησμένο με κοιτάς
ξεθώριασαν στην άμμο πια τα μαύρα τα
μαλλιά σου παγώσανε τα χείλια σου
τα μάγουλα τα ροδαλά σου τώρα άσπρα νεκρικά.
Χαριτωμένο πρόσωπο ποιος να ’σαι
ποια η γενιά σου τι βάσανα σε τσάκισαν
τι σώματα χαρήκαν τ’ άγγιγμά σου.
Πρόσωπο λατρεμένο δεν έχω για σένα
παρά λόγια τρυφερά· μου μοιάζεις
μόνος εσύ στο κρυερό σου μαυσωλείο του μουσείου
μόνος κι εγώ στου κόσμου μεσ’ την ερημιά.
———————————————-
[1] La supresión de la tilde para el adverbio «sólo» me lleva a traducir «μόνος» como «en soledad» y no como «solo», pues de esta última manera plantearía una confusión entre adverbio y adjetivo.